εξόγκωση

εξόγκωση
η (AM ἐξόγκωσις) [εξογκώ]
1. αύξηση τού όγκου
2. μεγαλοποίηση, το να παρουσιάζεται κάτι ως μεγαλύτερο ή σοβαρότερο από ό,τι πραγματικά είναι
νεοελλ.
το σημείο που έχει εξογκωθεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εξόγκωση — η 1. αύξηση του όγκου, διόγκωση. 2. μτφ., μεγαλοποίηση, παραφούσκωμα. 3. εξόγκωμα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • χοιράς — άδος, η, ΝΜΑ (λόγιος τ.) στον πληθ. οι χοιράδες και αἱ χοιράδες εξόγκωση και σκλήρυνση τών αδένων τού λαιμού («αὐτὸν δὲ τὸν Βατίνιον ἔχοντα χοιράδας ἐν τῷ τραχήλῳ», Πλούτ.) αρχ. 1. ως επίθ. αυτή που μοιάζει με χοίρο ή με τα νώτα χοίρου («χοιράδες …   Dictionary of Greek

  • έπαρμα — (I) (AM ἔπαρμα, το) [επαίρω] νεοελλ. 1. ιατρ. μέρος ενός οστού που εξέχει ή εξόγκωση άλλου οργάνου τού σώματος 2. ναυτ. «έπαρμα ιστίου» το ύψος κάθε τετραγωνικού ή σταυρωτού ιστίου, το ισάρισμα μσν. αρχ. 1. ό,τι προεξέχει, ύψωμα, προεξοχή 2.… …   Dictionary of Greek

  • ανοίδησις — η (Α ἀνοίδησις) [ανοιδώ] πρήξιμο, εξόγκωση, φούσκωμα («ἀνοίδησις μαστῶν», «ἀνοίδησις θαλάσσης» Αριστοτέλης) …   Dictionary of Greek

  • διαστολή — Ξεχώρισμα, διάκριση. (Μουσ.) Όρος της μουσικής σημειογραφίας. Σημαίνει την κάθετη γραμμή του πενταγράμμου που χωρίζει τα μέτρα σε τμήματα ίσης αξίας φθογγοσήμων, με διαφορετική όμως ρυθμική συνάρθρωση. Παλαιότερα ο διαχωρισμός των μέτρων… …   Dictionary of Greek

  • εκτυμπάνωσις — ἐκτυμπάνωσις, η (Α) τυμπανοειδής εξόγκωση («πίνουσιν ἐως ἐκτυμπανώσεως τῆς γαστρός», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

  • εμφύσηση — η (Α ἐμφύσησις) 1. νεοελλ. βίαιη εισαγωγή αέρα μέσα σ ένα όργανο ή κοιλότητα 2. ιατρ. η διοχέτευση αέρα με ειδικό εργαλείο μέσα στο αφτί για διαγνωστικό ή θεραπευτικό σκοπό 3. (μετάλλου ργ.) εισαγωγή αέρα με πίεση μέσα σε καμίνι για να… …   Dictionary of Greek

  • εξόγκωμα — το (AM ἐξόγκωμα) [εξογκώ] ό,τι έχει σχηματιστεί από εξόγκωση ή ανύψωση νεοελλ. πρήξιμο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”